σπερμόγραμμα

σπερμόγραμμα
το, Ν
ιατρ. εργαστηριακή εξέταση η οποία συνίσταται στην καταμέτρηση τών ζωντανών και τών νεκρών σπερματοζωαρίων κατά χιλιοστόλιτρο εκσπερματίσματος και στον προσδιορισμό τών εκατοστιαίων αναλογιών τών διαφόρων ανωμαλιών και τής κινητικότητάς τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermiogram < σπέρμιο + γράμμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”